σταφιδίνη

σταφιδίνη
η вытяжка, экстракт изюма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σταφιδίνη" в других словарях:

  • σταφιδίνη — η, Ν (χημ. τροφ.) σταφιδοσάκχαρο που βρίσκεται σε στερεά ή πολτώδη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σταφιδίνη — η πυκνό εκχύλισμα σταφίδας, θρεψίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»